- διακορεύω
- δια-κορεύω u. δια-κορέω, entjungfern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διακορεύω — διακορεύω, διακόρευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακορεύω — (Α διακορεύω και διακορέω) σπάζω τον παρθενικό υμένα κόρης με συνουσία ή με άλλον τρόπο, ξεπαρθενεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + *κορεύω < κόρη] … Dictionary of Greek
διακορεύω — διακόρεψα, διακορεύτηκα, διακορευμένος, καταστρέφω την παρθενιά ενός κοριτσιού, ξεπαρθενεύω: Τη διακόρευσε και την άφησε έγκυο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακορεύει — διακορεύω deflower pres ind mp 2nd sg διακορεύω deflower pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακορεύουσιν — διακορεύω deflower pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακορεύω deflower pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεπαρθενεύω — διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ παρθενεύω (αόρ. ἐξ επαρθένευσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
διακορευθεῖσα — διακορεύω deflower aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακορευθῇ — διακορεύω deflower aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακορευομέναις — διακορεύω deflower pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακορεύεσθαι — διακορεύω deflower pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακορεύσαντος — διακορεύω deflower aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)